- σκηνώ
- (I)-άω, Α [σκηνή](δ. τ. τού σκηνῶ, -έω)1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.)2. μέσ. σκηνῶμαι, -άομαια) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.)β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώγ) μένω σε άμαξα με σκηνή, με κουκούλα.————————(II)και δωρ. τ. σκανῶ, -έω, Α [σκηνή]1. κατοικώ σε σκηνή2. (για στρατιώτες) κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω («αἱ κῶμαι ἐν αἷς ἐσκήνουν», Ξεν.)3. (γενικά) διαμένω, ζω κάπου4. παίρνω μέρος σε συμπόσιο («κατελάμβανον κἀκείνους σκηνοῡντας ἐστεφανωμένους», Ξεν.).————————(III)σκηνῶ, -όω, ΝΑ [σκηνή]στήνω σκηνή, κατασκηνώνω («παρ' αὐτὴν ἐσκήνωσαν ἐγγὺς παραδείσου μεγάλου», Ξεν.)αρχ.1. μτφ. φτειάχνω σκηνή, χρησιμοποιώ σκηνή («σκηνὰς σκηνώσας», Πολύαιν.)2. (αμτβ.) ζω σε σκηνή3. (γενικά) κατοικώ («σκηνοῡν ἐν ταῑς οἰκίαις», Πολύαιν.)3. μέσ. σκηνοῡμαι, -όομαιείμαι, υπάρχω, βρίσκομαι («πόρρω ἐσκήνωται τοῡ θανάσιμος εἶναι», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.